Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁ ἰσχνὸς καὶ ὠχρός

См. также в других словарях:

  • λειρώς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἰσχνὸς καὶ ὠχρός καὶ ληρίας λέγουσι κύνας, τὰς κατισχνωμένας καὶ αποβαλούσας τρίχας ἢ τὸν μικρὸν λαγών». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με τους τ. λιμός και λιάζομαι, καθώς και με το λιθουαν. leīlas… …   Dictionary of Greek

  • либивый — либивой хилый, слабый , либив, а, либоватый невзрачный, незаметный , др. русск., цслав. либивъ, либѣвъ λεπτός, gracilis, др. чеш. libivy, liběvy худой , кашуб. leby – то же. Родственно лит. liebas хилый; тощий (напр. о лошади) , другая ступень… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αχνίζω — (I) 1. γίνομαι αχνός, ωχρός 2. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω 3. γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αχνός]. (II) 1. βγάζω αχνό 2. θερμαίνω ή ψήνω κάτι στον αχνό 3. εκθέτω στην επίδραση του αχνού (κυρίως για θεραπευτικούς λόγους,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»